- πάλων
- πάλοςlot cast from a shaken helmetmasc gen plπά̱λων , πᾶλοςpalusmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλών — πάλλω poise aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλος — (I) πάλος, ὁ (Α) [πάλλω] 1. κλήρος που βγαίνει από σειόμενη περικεφαλαία 2. (γενικά) κλήρος 3. ψήφος («ἀρίθμημα τῶν πάλων», Αισχύλ.). (II) ο (ΑΜ πᾱλος) μυτερό ξύλο, πάσσαλος, παλούκι αρχ. ομάδα ή ζεύγος ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pālus «μυτερό … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek